- κεκαυμένῃ
- καίωkindleperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεκαυμένη — καίω kindle perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Laodicea Combusta — Laodicea or Laodicea Combusta ndash; Greek: Λαοδίκεια), also transliterated as Laodiceia or Laodikeia; also Laodikeia Katakekaumenê and Λαοδίκεια Κεκαυμένη; later Claudiolaodicea ndash; was a Hellenistic city in central Anatolia, in the region of … Wikipedia
τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
βάσεις — Χημικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα να διίστανται στα υδατικά διαλύματά τους δίνοντας τα υδροξύλια (ΟΗ), η συγκέντρωση των οποίων είναι ευθέως ανάλογη με την ισχύ της βάσης. Το φαινόμενο αυτό της ηλεκτρολυτικής διάστασης είναι… … Dictionary of Greek
μαγνησία — η 1. είδος καθαρτικού. 2. (χημ.), διάφορες ενώσεις του μαγνησίου: Θειική μαγνησία. – Κιτρική μαγνησία. – «Κεκαυμένη» μαγνησία (οξείδιο του μαγνησίου) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)